- φιδίτιον
- φιδί̱τιον , φιδίτιονcommon messneut nom/voc/acc sgφιλίτιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιδίτιον — και φειδίτιον και φειδίτειον, τὸ, Α 1. (στην Σπάρτη) συσσίτιο, αλλ. φιλίτιον* 2. αίθουσα στην οποία γευμάτιζαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιδίτης με διατήρηση τού τ στη Δωρική χωρίς συριστικοποίηση προ τού ι (πρβλ. δημότης: δημόσιος). Κατ άλλη άποψη, ωστόσο … Dictionary of Greek
φιλίτιον — τὸ, Α 1. (στη Σπάρτη) η αίθουσα τών κοινών συσσιτίων, φιδίτιον* 2. (μόνον στον πληθ.) τὰ φιλίτια τα φιδίτια, κοινά γεύματα, συσσίτια στα οποία όλοι οι πολίτες μπορούσαν να δειπνήσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά συχνά ως δ. γρφ. τού φιδίτιον και έχει… … Dictionary of Greek
φειδίτειον — τὸ, Α βλ. φιδίτιον … Dictionary of Greek
φειδίτιον — τὸ, Α βλ. φιδίτιον … Dictionary of Greek
φιδιτίοις — φιδίτια neut dat pl φιδῑτίοις , φιδίτιον common mess neut dat pl φιλίτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδιτίου — φιδῑτίου , φιδίτιον common mess neut gen sg φιλίτιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδιτίων — φιδίτια neut gen pl φιδῑτίων , φιδίτιον common mess neut gen pl φιλίτιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιδίτια — neut nom/voc/acc pl φιδί̱τια , φιδίτιον common mess neut nom/voc/acc pl φιλίτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)